εκζήτηση — η (Α ἐκζήτησις) νεοελλ. 1. επίμονη αναζήτηση και χρήση ασυνήθιστου πράγματος («εκζήτηση λέξεων») 2. επιτήδευση, προσποίηση αρχ. αναζήτηση, έρευνα … Dictionary of Greek
ἐκζητήσῃ — ἐκζητήσηι , ἐκζήτησις research fem dat sg (epic) ἐκζητέω seek out aor subj mid 2nd sg ἐκζητέω seek out aor subj act 3rd sg ἐκζητέω seek out fut ind mid 2nd sg ἐκζητέω seek out aor subj mid 2nd sg ἐκζητέω seek out aor subj act 3rd sg ἐκζητέω seek… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
αβάν-γκαρντ — (avant garde).Διεθνής όρος που σημαίνει πρωτοπορία. Στον 19o αι. υποδήλωνε κυρίως την πολιτική πρωτοπορία, ενώ στον 20ό αι. κυρίως τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική. * * * η 1. όρος που αναφέρεται σ εκείνους που επινοούν ή εφαρμόζουν νέες,… … Dictionary of Greek
εξεργαστικός — ἐξεργαστικός, ή, όν (Α) [εξεργασία] 1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν η εκζήτηση … Dictionary of Greek
επιτηδευμένος — η, ο (Α ἐπιτετηδευμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος αρχ. επιμελής, επιδέξιος. επίρρ... επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κακοζηλία — ἡ (AM κακοζηλία) [κακόζηλος] (ρητ.) υπερβολική προσποίηση, επιτήδευση, εκζήτηση μσν. αρχ. κακός ζήλος, κακή μίμηση … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek